- μικροβιοφάγος
- -οαυτός που καταστρέφει τα μικρόβια με φαγοκυττάρωση2. (μικρβλ.) ιός που καταστρέφει βακτηρίδια3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μικροβιοφάγακύτταρα τού οργανισμού που έχουν την ιδιότητα να καταστρέφουν τα μικρόβια.
Dictionary of Greek. 2013.